ἐμπλέκεται

ἐμπλέκεται
ἐμπλέκω
plait
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • μπλέξιμο — το 1. μπέρδεμα, το να εμπλέκεται κανείς σε κάτι, εμπλοκή, περιπλοκή 2. (κατ επέκτ.) δημιουργία ερωτικής σχέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλέκω (αόρ. ἔ μπλεξ α) + κατάλ. ιμο] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο …   Dictionary of Greek

  • ινοσιτόλη — Κυκλική εξατομική αλκοόλη, που γενικά κατατάσσεται στους υδρογονάνθρακες. Αν και αρχικά είχε χαρακτηριστεί ως βιταμίνη, σήμερα γνωρίζουμε ότι πρόκειται για έναν πρόδρομο φωσφολιπιδίων, που λειτουργεί στο κύτταρο ως δεύτερος μηνύτορας στα… …   Dictionary of Greek

  • ιντερλευκίνες — Ομάδα πρωτεϊνών που ανήκουν στις κυτταροκίνες, δηλαδή στη μεγάλη κατηγορία διαλυτών μορίων που είναι υπεύθυνα για την επικοινωνία των κυττάρων κατά τη διάρκεια των ανοσοποιητικών αποκρίσεων. Συμβολίζονται ως IL· μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί… …   Dictionary of Greek

  • ιντερφερόνες — Oυσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από τα κύτταρα όλων των σπονδυλωτών, όταν αυτά μολυνθούν με οποιονδήποτε ιό. Οι ουσίες αυτές επιδρούν στα γειτονικά κύτταρα, τα οποία αποκτούν ένα είδος πρόσκαιρης ανοσίας προς οποιονδήποτε ιό και επομένως …   Dictionary of Greek

  • κολλαγόνο — Ινώδης πρωτεΐνη της ομάδας των σκληροπρωτεϊνών (ονομάζεται και ελαστοϊδίνη), η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας των συνδετικών ιστών. Είναι η πιο άφθονη ζωική πρωτεΐνη στη φύση, ενώ εκτιμάται ότι αποτελεί το 30% της… …   Dictionary of Greek

  • Κονχάιμ, Γιούλιους Φρεντερίκ — (Julius Friedrich Cohnheim, Ντέμιν 1839 – Λειψία 1884). Γερμανός πειραματικός ιστολόγος και παθολόγος. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια Βίρτσμπουργκ, Γκράισβαλντ, Μάρμπουργκ και Βερολίνου, όπου υπήρξε μαθητής του Ρ. Βίρχοφ (1864) στο Παθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • κορτικοστεροειδή — Στεροειδείς ορμόνες του φλοιού των επινεφριδίων, οι οποίες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα γλυκοκορτικοειδή και τα αλατοκορτικοειδή. Τα γλυκοκορτικοειδή παράγονται από τη σπειροειδή ζώνη του φλοιού των επινεφριδίων και εμπλέκονται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”